- σκορδίλα
- η, Νοσμή σκόρδου και, κυρίως, η δυσώδης μυρωδιά που αναδίδεται από το στόμα ατόμου που έχει φάει σκόρδο, αλλ. σκορδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + κατάλ. -ίλα (πρβλ. κρεατ-ίλα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκορδίλα — η οσμή του σκόρδου: Έφαγε σκόρδο και μυρίζει σκορδίλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
σκορδιά — η, Ν [σκόρδο] σκορδίλα … Dictionary of Greek